- ἡττημένοι
- ἡσσάομαιto be lessperf part mp masc nom/voc pl (attic)ἡττάωto be lessperf part mp masc nom/voc pl (attic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Christoph Schminck-Gustavus — Christoph Ulrich Schminck Gustavus (* 20. August 1942) ist Professor für Rechtsgeschichte an der Universität Bremen. Biographie Christoph Schminck Gustavus studierte und promovierte in Frankfurt. Er wurde 1973 an die gerade neu gegründete… … Deutsch Wikipedia
Γογγύλης, Κωνσταντίνος — (10ος αι.).Ευνούχος αξιωματούχος του Βυζαντίου. Καταγόταν από την Παφλαγονία του Πόντου. Έζησε στην αυλή του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου Z’ του Πορφυρογέννητου, που τον διόρισε δρουγγάριο των πλωίμων, δηλαδή αρχιναύαρχο. Με ισχυρό στόλο και στρατό… … Dictionary of Greek
Θήβα — Πόλη (υψόμ. 180 μ., 21.211 κάτ.) του νομού Βοιωτίας, έδρα του δήμου Θηβαίων και, παλαιότερα (έως το 1997), της ομώνυμης επαρχίας. Βρίσκεται στο ανατολικό τμήμα του νομού, σε ίση απόσταση από τον Ευβοϊκό και τον Κορινθιακό κόλπο, στο κέντρο μιας… … Dictionary of Greek
Καυλωνία — Ονομασία δύο αρχαίων πόλεων. 1. Αποικία των Ελλήνων στο νοτιότατο άκρο της Ιταλίας. Χτίστηκε, κατά την παράδοση, από τον Αιγιέα Τυφώνα, που καταγόταν από την αχαϊκή αποικία του Κρότωνα. Εκεί είχε καταφύγει ο Πυθαγόρας, όταν τον έδιωξαν από τον… … Dictionary of Greek
επανόρθωση — η 1. η ανόρθωση ξανά, η επαναφορά πράγματος στην προηγούμενη θέση του, αναστήλωση. 2. μτφ., διόρθωση λάθους, ανασκευή ανακρίβειας, διόρθωμα. 3. αποζημίωση, υλική ή ηθική ικανοποίηση. 4. σχήμα λόγου, με το οποίο ο ομιλητής διορθώνει λέξη ή φράση… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ηττώμαι — ηττήθηκα, ηττημένος, χάνω κάποιον αγώνα: Οι Γερμανοί τελικά ηττήθηκαν στο β παγκόσμιο πόλεμο. – Μετά τον αγώνα οι ηττημένοι παίχτες συγχάρηκαν τους νικητές … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)